ακουστικός πόρος

ακουστικός πόρος
Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του φτάνει στον γεφυροπαρεγκεφαλιδικό χώρο. Από τον έσω πόρο περνούν το διάμεσο, το αιθουσαίο και το κοχλιακό νεύρο. Ο έξω α.π. αποτελεί μέρος του έξω αφτιού. Έχει σχήμα κυλινδρικό, το έξω άκρο του αντιστοιχεί στο πτερύγιο του αφτιού και το έσω καταλήγει στον τυμπανικό υμένα. Το έξω τμήμα (18 χιλιοστά μήκος) είναι χόνδρινο, ενώ το έσω (8 χιλιοστά μήκος) οστέινο. Στο δέρμα που καλύπτει τον έξω πόρο υπάρχουν αδένες απ’ όπου εκκρίνεται ένα καστανόχρωμο παχύρρευστο υγρό, η κυψελίδα, που χρησιμεύει για την προστασία του τυμπανικού υμένα. Από τον έξω πόρο περνούν τα ηχητικά κύματα που προκαλούν κραδασμούς στον τυμπανικό υμένα. Ο α.π., όταν υποστεί ανίατη φθορά, μπορεί να οδηγήσει σε κώφωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • ακουστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την ακοή: Aκουστικός πόρος. – Aκουστικό νεύρο κτλ. 2. αυτός που διατηρεί ζωηρότερες τις ακουστικές παρά τις οπτικές παραστάσεις: Οι ακουστικοί τύποι είναι σπανιότεροι από τους οπτικούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… …   Dictionary of Greek

  • κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”